Άγιο Φως: Το θαύμα και οι επικριτές

Το Άγιο Φως εξέρχεται από τον Πανάγιο και Ζωοδόχο Τάφο του Ιησού Χριστού περί τις 12 το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου στον ναό της Αναστάσεως του Κυρίου και λαμβάνεται από τους πιστούς από τον Ορθόδοξο Έλληνα Πατριάρχη Ιεροσολύμων.

Ο Πανάγιος Τάφος σφραγίζεται και μόλις σβήσουν όλα τα φώτα στον ναό, ο Πατριάρχης εισέρχεται μόνος του στο Ιερό Κουβούκλιο του Πανάγιου Τάφου βγάζει την αρχιερατική στολή του και μένει μόνο με το λευκό στιχάριο, ενώ έχει στα χέρια του τους σβηστούς πυρσούς και παραμένει στον ιερό χώρο, προσευχόμενος για 15 λεπτά γονυκλινής,  μέχρι «ευδοκία του Θεού» εξέλθουν με θαυματουργό τρόπο από τον Πανάγιο Τάφο οι πύρινες σταγόνες του Αγίου Φωτός που θα ανάψουν τους δύο (από 33 κεριά ο καθένας, όσα ακριβώς ήταν τα χρονια του Χριστού) πυρσούς του Πατριάρχη με τους οποίους στη συνέχεια, βγαίνοντας από το Κουβούκλιο θα το μεταδώσει στους πιστούς.

Βγαίνοντας από τον Τάφο, οι πυρσοί είναι πλέον αναμμένοι και οι πιστοί τον υποδέχονται πανηγυρικά με τις λαμπάδες τους.

Η πιο συνηθισμένη αναφορά αυτών που πιστεύουν στη θαυματουργή προέλευση του Αγίου Φωτός, περιλαμβάνει την αυτανάφλεξη των κεριών.

Ωστόσο, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες πιστών, το Άγιο Φως είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο εμφανίζεται στον θόλο εντός του Ναού της Αναστάσεως, ενώ σύμφωνα με άλλους, έξω από αυτόν, ενώ κάποιοι πιστοί το περιγράφουν να εμφανίζεται «σαν λευκογάλανες οριζόντιες ταινιώδεις αστραπές, περιστρεφόμενες ανταύγειες ή κινούμενες φλόγες άγνωστης προέλευσης». Στον Ναό υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα και ηλεκτροφωτισμός. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι πολλές λαμπάδες των πιστών και κανδήλες ανάβουν μόνες τους, ενώ η φλόγα δεν τους καίει τα πρώτα λεπτά, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιο σχετικό βίντεο που να επιβεβαιώνει αυτό τον ισχυρισμό. Κάποια βίντεο δείχνουν ιερείς ή πιστούς να κινούν τα αναμμένα κεριά στο πρόσωπό τους ή στα χέρια τους για ελάχιστα δευτερόλεπτα.  Ο ιερέας το μεταδίδει στους πιστούς ψάλλοντας: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών». Τότε ανάβουν όλα τα φώτα του ναού που λαμπρύνεται με άπλετο φως το οποίο συμβολίζει τον φωτισμό της ανθρωπότητας από την Ανάσταση του Χριστού.

Κατά τη διάρκεια των ικεσιών του Πατριάρχη το φως βγαίνει και έξω από το Ιερό Κουβούκλιο και ανάβουν τα κεριά πολλών πιστών όπως και πολλές κρεμαστές καντήλες μπροστά από το Κουβούκλιο. Το Άγιο Φως σαν μια ταινία κυανού χρώματος περιΐπταται πάνω από τα κεριά των πιστών, όχι σε ευθεία γραμμή αλλά σαν να διαγράφει κυματοειδή κίνηση και πορεία και ανάβει κεριά και καντήλια, ορατό από τα πλήθη. Το Φως δεν βγαίνει μόνο στον περιορισμένο χώρο του ναού αλλά και έξω από αυτόν. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι το Άγιο Φως πήγε σαν κορδέλα και στον γειτονικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης όπου διέγραψε κύκλους. Μετά από ελάχιστο χρόνο κεριά στα χέρια των προσκυνητών αλλά και όσα βρίσκονταν στο παγκάρι άναψαν ξαφνικά.

Ο ναός της Αναστάσεως του Κυρίου (ή Ναός του Παναγίου Τάφου) βρίσκεται στη χριστιανική συνοικία της παλαιάς πόλης της Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με παραδόσεις που χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα «περιέχει» τον Γολγοθά όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς και τον κενό τάφο όπου και αναστήθηκε, καθώς σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη ο τάφος βρισκόταν κοντά στο σημείο της σταύρωσης. Οικοδομήθηκε γύρω στο 326 μ.Χ. από την Αγία Ελένη, πάνω στα ερείπια ναού της Αφροδίτης που είχε χτιστεί απ’ τον Αδριανό.
Ωστόσο η πρώτη παρουσία του Αγίου Φωτός έγινε κατά την ανάσταση του Κυρίου καθώς ένα υπέρλαμπρο φως κατέκλυσε τον χώρο.

Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη αναφέρεται ότι όταν οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης έφτασαν στον τάφο του Χριστού μετά την ανάσταση Του είδαν μέσα στην ταφική σπηλιά μόνο τα σεντόνια με τα οποία ήταν τυλιγμένο το σώμα Του. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει ότι όσοι ακολούθησαν τον Πέτρο εκείνη τη νύχτα πίστεψαν στην ανάσταση του Χριστού διότι ο τάφος Του ήταν γεμάτος φως.

Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά για εμφάνιση του Αγίου Φωτός στον ναό της Αναστάσεως χρονολογείται μεταξύ 326 και 331. Η καταγραφή γίνεται από τον Αρμένιο ιστορικό Κιρακό Γκαντζάκετσι (1201-1271) στο έργο του «Η Ιστορία των Αρμενίων», γραμμένο στα μέσα του 13ου αιώνα.

Ο ναός της Αναστάσεως καταστράφηκε από πυρκαγιά το 614 όταν η περσική αυτοκρατορία κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Το 630 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος ανακατέλαβε την πόλη και έδωσε εντολή για την ανοικοδόμηση του ναού. Πριν όμως την ανοικοδόμηση του ναού, το 617 υπάρχουν αναφορές (στο «Τυπικό της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους» του 1851, στον κώδικα F12 της Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης του Μιλάνου» τον 10ο αιώνα και στο έργο «Ομιλία εις το Φως Ιλαρόν» του Μητροπολίτη Ιωάσαφ του 14ου αιώνα) για φανέρωση του Αγίου Φωτός.

Από τα τέλη του 8ου μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα, την ώρα που εμφανιζόταν το Άγιο Φως, δεν υπήρχε κανείς στο εσωτερικό του Παναγίου Τάφου, η είσοδος του οποίου σφραγιζόταν με μελισσοκέρι ως ανάμνηση της σφράγισης του Τάφου από τη ρωμαϊκή φρουρά και ο Έλληνας Πατριάρχης ευρισκόμενος εκτός του Κουβουκλίου προσευχόταν για την έλευση του Φωτός χωρίς να διαβάζει κάποια ειδική ευχή. Η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για τον συγκεκριμένο τρόπο τελετουργίας υπάρχει στον Αρέθα το 920 μ.Χ. και όλες οι επόμενες μαρτυρίες μέχρι το 1483 επιβεβαιώνουν την ίδια διαδικασία.

Δηλαδή για επτά αιώνες την ώρα που γινόταν το θαύμα με την εμφάνιση του Αγίου Φωτός το μνημείο ήταν άδειο και κλειδωμένο. Όταν το Άγιο Φως φανερωνόταν, ο ναός κατακλυζόταν από γαλαζόλευκες εκλάμψεις που διαχέονταν στον χώρο. Επίσης την ίδια στιγμή άναβε η ιερή κανδήλα που υπήρχε μέσα στον Τάφο. Στα τέλη του 15ου αιώνα το τελετουργικό άλλαξε και αποφασίστηκε η είσοδος στο εσωτερικό του Τάφου τριών αρχιερέων: ενός Έλληνα, ενός Αρμενίου κι ενός Αιθίοπα. Η παλαιότερη μαρτυρία γι’ αυτή την αλλαγή καταγράφεται το 1483 από τον Ελβετό χρονογράφο Φέλιξ Φάμπρι.

Το 1099 η Ιερουσαλήμ κατακτήθηκε από τους Σταυροφόρους. Το Μεγάλο Σάββατο του 1100 ο Λατίνος Πατριάρχης Δαϊμβέρτος με Ορθόδοξους κληρικούς πήγαν στον Ναό της Αναστάσεως. Παρά τις δεήσεις του Λατίνου, το άγιο Φως δεν εμφανιζόταν. Έτσι προέτρεψε τους σταυροφόρους να εξομολογηθούν για τα εγκλήματά τους στην Ιερουσαλήμ. Τελικά, το Άγιο φως εμφανίστηκε αργά το απόγευμα. Το ίδιο έγινε και το Μεγάλο Σάββατο του 1101. Και πάλι ο Λατίνος Πατριάρχης και οι Ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί προσεύχονταν μάταια για την έλευση του Αγίου Φωτός. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αργά το απόγευμα αποχώρησαν από τον ναό. Έλληνες και Σύροι Ορθόδοξοι κληρικοί εισήλθαν σε αυτόν, προσευχήθηκαν και το Άγιο Φως εμφανίστηκε. Το γεγονός βεβαιώνουν εννιά Δυτικοί χρονογράφοι.

Ποιες είναι οι επιστημονικές μελέτες που έγιναν για το Άγιο Φως και τις παραθέτει ο Χάρης Σκαρλακίδης.

Η πρώτη έγινε το 2008 από τον Ρώσο Αντρέι Βολκόφ, Αναπληρωτή Καθηγητή Φυσικής και Μηχανικής των Υλικών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Πυρηνικών Ερευνών που ασχολείται με το πλάσμα χαμηλής θερμότητας, ένα πολύ σπάνιο φαινόμενο στη Γη. Σύμφωνα με τον Βολκόφ που χρησιμοποίησε ένα παλμόμετρο συνδεδεμένο με ένα λάπτοπ, όταν ο Πατριάρχης βρισκόταν στο εσωτερικό του Πανάγιου Τάφου καταγράφηκε αλλαγή φάσματος ακτινοβολίας εξαιτίας αγνώστου σήματος.

«Αυτό συνέβη στις 15.04 (ώρα Ρωσίας). Μια διακύμανση και τίποτε άλλο παρόμοιο». Επρόκειτο για ηλεκτρικό φορτίο που ο Βολκόφ ανέφερε ότι δεν γνώριζε από πού προερχόταν. Τόνισε τέλος ότι υπήρξε ηλεκτρική εκκένωση χωρίς την παρουσία των απαραιτήτων συνθηκών για τη δημιουργία της. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων με αναμμένη λαμπάδα.

Το Μεγάλο Σάββατο του 2016 ο Ρώσος ιερέας και βιολόγος πατήρ Γεννάδιος Ζάριτσε, πρόεδρος της «Ένωσης Ορθοδόξων Επιστημόνων» της Ρωσίας συμμετείχε στην τελετή του Αγίου Φωτός έχοντας ως βασική του προτεραιότητα τη μέτρηση της θερμοκρασίας της ιερής φλόγας και τη διακύμανσή της κατά την πάροδο του χρόνου. Αμέσως μετά την εμφάνιση του Αγίου Φωτός χρησιμοποιώντας ένα πυρόμετρο μέτρησε τη θερμοκρασία του. Η μέση θερμοκρασία της φλόγας της λαμπάδας του και των λαμπάδων των διπλανών του ήταν 42 βαθμοί Κελσίου. Μετά από 15 λεπτά μέτρησε πάλι τη θερμοκρασία της φλόγας της λαμπάδας του και ήταν 320 βαθμοί Κελσίου!

Τέλος το Μεγάλο Σάββατο του 2019 ο Giulio Fanti καθηγητής μηχανικών και θερμικών μετρήσεων στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας συμμετείχε στην τελετή του Αγίου Φωτός με σκοπό τη μέτρηση και την καταγραφή των θερμικών ιδιοτήτων του Αγίου Φωτός. Τα αποτελέσματα των μετρήσεών του δημοσιεύθηκαν στις 10 Ιουλίου 2019 στο διεπιστημονικό περιοδικό “Global Journal of Archaeology and Anthropology”:

«Έξω από το κουβούκλιο παρατηρήθηκαν σε τακτικά διαστήματα διάφορες σειρές από δεκάδες αστραπές σε συχνότητα από 3 έως 10Hz λίγο πριν την έξοδο του Πατριάρχη. Αυτές οι αστραπές δεν είναι εύκολο να εξηγηθούν διότι διέπονται από χαμηλότερες συχνότητες από αυτές που είναι τυπικές στα φλας των φωτογραφικών μηχανών αλλά και επειδή έχουν υψηλότερο αριθμό ακολουθίας. Αυτές (οι αστραπές) μπορούν να συνδεθούν με μια πιθανή ανάφλεξη μιας λαμπάδας επειδή μια αστραπή μπορεί να προκαλέσει ανάφλεξη στο φιτίλι μιας λαμπάδας».

Ο καθηγητής Fanti άναψε τη δεσμίδα των 33 κεριών του από το Άγιο Φως δυο λεπτά μετά την έξοδο του Πατριάρχη Θεόφιλου από τον Πανάγιο Τάφο και αμέσως την τοποθέτησε κάτω από το πρόσωπο του: «Το Άγιο Φως είναι ψυχρότερο από μία κανονική φλόγα διότι δεν έκαιγε τα γένια του γράφοντος ούτε προκαλούσε κάποιο πόνο στο πρόσωπο. Η διάρκεια του πειράματος ήταν δύο λεπτά». Ο Fanti που χρησιμοποίησε ένα μεταβλητό στροβοσκόπιο για τον εντοπισμό των «αστραπών» έβαλε δέκα λεπτά αργότερα τη δεσμίδα των κεριών κάτω από τα γένια του και αυτά άρχισαν να καψαλίζονται.

Σε επόμενο πείραμα, δέκα λεπτά μετά το άναμμα της δεσμίδας των κεριών του ο Fanti τοποθέτησε ένα κομμάτι λινού υφάσματος σε απόσταση τριών εκατοστών πάνω από δυο ίδια αναμμένα κεριά: το πρώτο είχε ανάψει από το Άγιο Φως ενώ το δεύτερο από έναν αναπτήρα. Το λινό ύφασμα παρέμεινε πάνω από τις φλόγες επί 30 δευτερόλεπτα. Η «κανονική» φλόγα το έκαψε ενώ η φλόγα από το Άγιο Φως δεν προκάλεσε καμία σημαντική φθορά.

Πολλοί έχουν αμφισβητήσει την ουράνια προέλευση του Αγίου Φωτός στο πέρασμα των αιώνων. Ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800) σε ερώτηση που δέχτηκε από τον Λαρισαίο Ελευθέριο Μιχαήλο περιγράφει το 1775 τον τρόπο αφής του Αγίου Φωτός με τσακμάκι: «Ουκ απ’ ουρανού κατέρχεται, ουδ’ από του τάφου αναβλύζει, αλλ’ ο επί την διακονίαν ταύτην ταχθείς αρχιερεύς εν τω λεγομένω εισελθών Κουβουκλίω, τον πυρίτην παίων πυρ εξάγει επάνω του ζωοδόχου τάφου είτα (έπειτα) εφάψας τας εν τω τάφω πρότερον τριβείσας λαμπάδας κρατών εξέρχεται και το μεταδίδωσιν ως ηγιασμένον τη επαφή και προσψαύσει του Παναγίου Τάφου».

Ο κληρικός Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (1713-1784) που διετέλεσε και διευθυντής της Αθωνιάδας Σχολής στα μέσα του 18ου αιώνα στο σύγγραμά του «Περί του Επιταφίου Φωτός» (1775) αναφέρεται σε έναν διάλογο που είχε το 1769 με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Εφραίμ Β’ που κατά τον Νεόφυτο παραδέχθηκε πως επί των ημερών του καταργήθηκε η «χειροποίητη μηχανουργία» του υποτιθέμενου θαύματος.

Βέβαια οι επικριτές του Καυσοκαλυβίτη τον κατηγορούν ότι δεν μπορούν να διασταυρωθούν όσα προφορικά ανέφερε ο Εφραίμ Β’ καθώς πέθανε το 1770 και επίσης ότι δεν πρόλαβε να κάνει Πάσχα στα Ιεροσόλυμα ως Πατριάχης καθώς από το 1776 φέρεται να αναχώρησε για τη Μολδοβλαχία προς αναζήτηση πόρων για το Πατριαρχείο του. Τέλος, ο Αδαμάντιος Κοραής στα «Άτακτα» (1830) παρουσιάζει τον «ΔΙΑΛΟΓΟ Περί του εν Ιεροσολύμοις αγίου φωτός».

Στον διάλογο που γίνεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τον Φώτιο και τον Καλλίμαχο ο Κοραής κάνει λόγο για «όνειδος του αισχρού θαυματουργήματος», για «δεισιδαιμονία» και για «θαυματούργημα που ατιμάζει τόσον την θρησκείαν». Ο επιφανής λόγιος Νικόλαος Λογάδης, Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής (1821-1835) χαρακτήρισε τα λόγια του Κοραή «βωμολοχήματα δημαγωγικά και μωρολογήματα αγενή».

Ο Καθηγητής Ι. Ρωμανίδης στο έργο του «Περί Φραγκοκρατίας και Περί Ησυχασμού» (2004), θεωρεί ότι οι Δυτικοί βρίσκονται πίσω από τις «επιθέσεις» για το Άγιο Φως «… Αφού λοιπόν ανιχνεύσανε οι Φράγκοι την δύναμη αυτή της Ορθοδοξίας, τι έκαναν για να την εξαφανίσουν; Έθεσαν ως στόχο τους την διάλυση του Ησυχασμού μετά την ίδρυση της Νέας Ελλάδας, δηλαδή μετά την Επανάσταση του 1821. Και το έργο αυτό το ανέλαβε ο Αδαμάντιος Κοραής. Αυτός κήρυξε πόλεμο κατά του Ησυχασμού… εναντίον του παραδοσιακού μοναχισμού, εναντίον της Ορθοδόξου και μόνης σωστής θεραπείας της ψυχής του ανθρώπου».

Το 2019, στο βιβλίο του «ΛΥΤΡΩΣΗ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΩΤΟΣ», ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αλικάνος υποστηρίζει ότι η κανδήλα μέσα στον τάφο δεν ανάβει θαυματουργικώς, αλλά την ανάβει ο σκευοφύλακας που την τοποθετεί στη μαρμάρινη ταφόπλακα. Ο δημοσιογράφος παραθέτει συνεντεύξεις Αρχιερέων του Πατριαρχείου Ιερουσαλήμ, οι οποίοι παρουσιάζονται να του λένε ότι η ιερή κανδήλα τοποθετείται αναμμένη στον Πανάγιο Τάφο πριν την είσοδο του Πατριάρχη. Ανάμεσά τους ο Πατριάρχης Θεόφιλος Γ’, ο Επίσκοπος Κωνσταντίντης Αρίσταρχος και ο Επίσκοπος Ιεραπόλεως Ισίδωρος.

Οι τρεις Αρχιερείς κατηγόρησαν τον δημοσιογράφο για ψευδείς ισχυρισμούς και κινήθηκαν δικαστικά εναντίον του καταθέτοντας αγωγές. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων με ανακοίνωση που εξέδωσε στις 18 Μαρτίου 2019 δια του Επισκόπου Αρίσταρχου υποστηρίζει ότι «τα όσα αναφέρονται στο επίμαχο βιβλίο αποτελούν προϊόν φανταστικών ιστοριών επινόησης του συγγραφέα με προφανή στόχο τον σκανδαλισμό των πιστών και την αποκόμιση οικονομικού οφέλους από τις πωλήσεις του βιβλίου».

Άγιο ΦωςΑνάστασηεπικριτέςθαύμα