Καθώς γίνονται περισσότερες έρευνες, φαίνεται πως γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η εκμάθηση τουλάχιστον 1 ακόμη γλώσσας μπορεί να καθυστερήσει ή να ανακόψει τη διαδικασία ανάπτυξης της νόσου Αλτσχάιμερ και της άνοιας. Στο παρελθόν μάλιστα, μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που είναι δίγλωσσοι εμφανίζουν συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ και της άνοιας περίπου 4,5 -5 χρόνια αργότερα από τους ανθρώπους που μιλούν μόνο μία γλώσσα. Ανάλογα προτερήματα παρουσιάζουν και οι δίγλωσσοι άνθρωποι, με τις έρευνες να δείχνουν ότι τα γνωστικά πλεονεκτήματα που σχετίζονται με τη διγλωσσία μπορεί να είναι πιο έντονα όταν το άτομο μαθαίνει και χρησιμοποιεί τακτικά δύο γλώσσες από μικρή ηλικία.
Η ιδέα ότι η διγλωσσία μπορεί να προσφέρει γνωστικά πλεονεκτήματα δεν είναι καινούργια. Πρόσφατες έρευνες έχουν ρίξει φως στα γνωστικά οφέλη που μπορεί να απολαμβάνουν τα δίγλωσσα άτομα, ιδίως στην τρίτη ηλικία. Ένας από τους βασικούς τομείς ενδιαφέροντος είναι ο αντίκτυπος της διγλωσσίας στις εκτελεστικές λειτουργίες, οι οποίες περιλαμβάνουν μια σειρά από γνωστικές δεξιότητες που ενσωματώνουν την επίλυση προβλημάτων, το multitasking και τον έλεγχο της προσοχής. Μελέτες έχουν δείξει συγκεκριμένα ότι τα δίγλωσσα άτομα τείνουν να παρουσιάζουν βελτιωμένες εκτελεστικές λειτουργίες, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μονόγλωσσα άτομα, ενώ ο δίγλωσσος εγκέφαλος γίνεται ικανός στη διαχείριση αντικρουόμενων πληροφοριών, μια δεξιότητα που γίνεται όλο και πιο πολύτιμη καθώς μεγαλώνουμε.
Μια επικρατούσα υπόθεση που εξηγεί τα γνωστικά οφέλη της προαναφερθείσας κατάστασης είναι η έννοια της γνωστικής εφεδρείας. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η ενασχόληση με διανοητικά διεγερτικές δραστηριότητες, όπως η εκμάθηση και η τακτική χρήση πολλαπλών γλωσσών, δημιουργεί ένα γνωστικό απόθεμα που βοηθά τον εγκέφαλό μας να αντέξει τη φθορά της γήρανσης και τις νευρολογικές διαταραχές όπως η άνοια. Το γνωστικό απόθεμα, πιο συγκεκριμένα, λειτουργεί ως ένα είδος εφεδρικού συστήματος, επιτρέποντας στον εγκέφαλό μας να αντισταθμίζει τις αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία και να αντιστέκεται στον αντίκτυπο των ασθενειών που επηρεάζουν τη γνωστική λειτουργία. Επιπλέον, αν και η ιδέα αυτή δεν αφορά αποκλειστικά τη διγλωσσία, μελέτες έχουν δείξει ότι τα δίγλωσσα άτομα τείνουν να έχουν παχύτερο φλοιό, ένα σημάδι ότι ο εγκέφαλος μπορεί πράγματι να είναι καλύτερα εξοπλισμένος για να αντιμετωπίσει τις γνωστικές προκλήσεις.
Οι έρευνες δείχνουν μάλιστα ότι τα γνωστικά πλεονεκτήματα που σχετίζονται με τη διγλωσσία μπορεί να είναι πιο έντονα όταν το άτομο μαθαίνει και χρησιμοποιεί τακτικά δύο γλώσσες από μικρή ηλικία. Ο λόγος έγκειται στο γεγονός ότι η διαδικασία του να γίνει κανείς δίγλωσσος γυμνάζει τον εγκέφαλό του, τον ωθεί να συγκεντρωθεί πιο εύκολα και ενισχύει βασικές δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων. Παρ’ όλα αυτά, οι ενήλικες μπορούν ακόμη να επωφεληθούν από την πνευματική άσκηση της εκμάθησης μιας νέας γλώσσας, συμβάλλοντας στη συνολική γνωστική υγεία τους. Είτε λοιπόν η διγλωσσία καλλιεργείται από την πρώιμη παιδική ηλικία, είτε αποκτάται αργότερα στη ζωή, η συνεχής ενασχόληση του εγκεφάλου με διανοητικά διεγερτικές δραστηριότητες φαίνεται να είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της υγείας του εγκεφάλου μας.
Ακόμη όμως και αν η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας δεν αποτελεί μαγική πανάκεια, υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει σίγουρα με επιτυχία: να μας κάνει καλύτερους ομιλητές μιας ξένης γλώσσας, γεγονός που προσδίδει ένα σωρό πλεονεκτήματα που όλοι μας γνωρίζουμε.