Η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου 1939 και ουσιαστικά σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε μία εβδομάδα μετά την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. 17 ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής, και στα πλαίσια του συμφώνου αυτού, ακολούθησε η σοβιετική εισβολή. Στις 6 Οκτωβρίου 1939 η Πολωνία είχε πλέον υποταχθεί πλήρως.
Μια από τις πρώτες ενέργειες του Χίτλερ, όταν ανέλαβε την εξουσία, σχετικά με την εξωτερική πολιτική του ήταν η σύναψη αμοιβαίας δεκαετούς συμφωνίας μη επίθεσης με την Πολωνία (Βερολίνο, 26 Ιανουαρίου 1934). Ο τότε ηγέτης της Πολωνίας Γιούζεφ Κλέμενς Πιουσούτσκι δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Χίτλερ, ήθελε, όμως, να εξασφαλίσει τη χώρα του από οποιαδήποτε εξωτερική απειλή, ενώ δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσαν στην Ευρώπη οι Γάλλοι και οι Βρετανοί. Αυτός ήταν που επέβαλε τον Γιόζεφ Μπεκ (Josef Beck) ως Υπουργό Εξωτερικών και τον Στρατάρχη Ρυτζ – Σμίγκλυ (Rydz-Smigly) ως διάδοχό του ηγέτη των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1934 διαπιστώνεται ότι ο Πιλσούντσκι έχει προσβληθεί από καρκίνο του ήπατος. Καλεί επειγόντως τον Μπεκ και του καθορίζει τη φύση των πιθανών κινδύνων τόσο από την ΕΣΣΔ όσο και από τη Ναζιστική Γερμανία, ενώ του υπερτονίζει την ανάγκη να διατηρήσει τη Συμμαχία της χώρας με τη Γαλλία με κάθε θυσία και, αν μπορέσει, να προσελκύσει σε αυτή τη Συμμαχία και τη Βρετανία. Ο Πιλσούντσκι πεθαίνει στις 12 Μαΐου 1935.
Η κίνηση αυτή δεν έγινε δεκτή με ιδιαίτερη θέρμη από πολλούς Γερμανούς, που δεν είχαν ξεχάσει το γεγονός ότι η Πολωνία, σύμφωνα με την Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχε υπό την κατοχή της περιοχές όπως η Ανατολική Πρωσία, η Άνω Σιλεσία και η Βάρτα, τις οποίες πολλοί θεωρούσαν γερμανικές, επειδή είχαν, στην πλειοψηφία, πληθυσμό γερμανικής καταγωγής. Η κίνηση αυτή του Χίτλερ δεν αποσκοπούσε, φυσικά, στην διατήρηση της ειρήνης (εξάλλου υπήρχε η μόνιμη διένεξη για τον Διάδρομο του Ντάντσιχ ανάμεσα στις δύο χώρες). Απώτερος στόχος ήταν η εξουδετέρωση της πιθανής γαλλοπολωνικής συμμαχίας πριν προλάβει η Γερμανία να ολοκληρώσει τον επανεξοπλισμό της.
Η Πολωνία της εποχής προβάλλει ως διάδοχο κράτος της Γαλλίας. Θεωρώντας εαυτήν πανίσχυρη προβάλλει αξιώσεις για τη Μαδαγασκάρη (γαλλική αποικία) υποστηρίζοντας ότι “τα αναπτυσσόμενα κράτη έχουν δικαίωμα σε μια παγκόσμια ανακατανομή”. Οι Πολωνικές αυτές θέσεις, όπως και η εν γένει στάση της Πολωνίας υπαγορεύονται από τις στρατιωτικές επιτυχίες του Πιλσούντσκι εναντίον του Στρατού των Μπολσεβίκων στις αρχές της δεκαετίας του 1920, (οι οποίες αρχικά δεν του αναγνωρίστηκαν). Στη στάση αυτή συμβάλλουν η Γαλλία και η Βρετανία, που συνάπτουν συμμαχία με την Πολωνία, θεωρώντας την “κράτος – μαξιλάρι” σε ενδεχόμενη επίθεση τόσο της ΕΣΣΔ όσο και της Γερμανίας και ακολουθούν τη λεγόμενη “πολιτική κατευνασμού” απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη επεκτατικότητα του Χίτλερ. Ωστόσο οι ηγέτες της δεν έχουν ούτε το ανάστημα ούτε τη διορατικότητα του Πιλσούντσκι, ο οποίος, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, διείδε τις πολιτικές εξελίξεις και εκμυστηρεύτηκε στην κόρη του: “Σε δέκα χρόνια θα έχετε πόλεμο. Εγώ δεν θα ζω τότε, αλλά αυτόν τον πόλεμο θα τον χάσετε”. Από την άλλη, οι στρατιωτικές του αντιλήψεις παραμένουν καθηλωμένες σε αυτές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δυστυχώς αυτές μεταβιβάζει και στον διάδοχό του Ρυντζ – Σμίγκλυ. Έτσι, η ηγεσία της χώρας παραμένει μακάρια, παρά το γεγονός ότι ο Χίτλερ επανεξοπλίζεται, αγνοώντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η πολιτική κατευνασμού των Δυτικών κορυφώνεται το 1938, οπότε και υπογράφεται η Συμφωνία του Μονάχου.
Η Πολωνία καρπώνεται ένα μικρό τμήμα της τεμαχισμένης Τσεχοσλοβακίας και στις επισημάνσεις ότι μετά τους Τσεχοσλοβάκους θα έρθει η σειρά τους, απαντούν: “Δε φοβόμαστε τίποτα! Μας φοβούνται!”. Οι Δυτικές δυνάμεις “απαντούν” στο Σύμφωνο αυτό αναλαμβάνοντας να εγγυηθούν την εδαφική ακεραιότητα της Πολωνίας. Αυτό έχει ως συνέπεια η μακαριότητα των κυβερνώντων να συνεχιστεί και ο Πολωνικός στρατός δεν υφίσταται σοβαρό εκσυγχρονισμό. Ο Πολωνός πρεσβευτής στο Βερολίνο Λίπσκι, μολονότι έχει παρακολουθήσει μεγαλειώδεις παρελάσεις Γερμανικών αρμάτων στο Βερολίνο, διαβεβαιώνει τους προϊσταμένους του ότι ένας πόλεμος εκείνη τη στιγμή θα προκαλέσει σχεδόν επανάσταση στη Γερμανία. Από την άλλη, οι Γερμανοί κάνουν ό,τι μπορούν για να “αποκοιμίσουν” τους Πολωνούς: Ο Χέρμαν Γκέρινγκ που επισκέπτεται συχνά την Πολωνία για να κυνηγήσει, τους διαβεβαιώνει ότι η Γερμανία χρειάζεται μια ισχυρή Πολωνία για να διασφαλιστεί απέναντι σε μια μέλλουσα εισβολή της ΕΣΣΔ. Ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ, που επισκέπτεται τη Βαρσοβία το 1939 τους δίνει παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Οι Πολωνοί θεωρούν, έτσι, εαυτούς ισχυρούς.
Στο μεταξύ η Πολωνία αναπτύσσεται οικονομικά. Η περίοδος 1936 – 1939 αποτελεί περίοδο εκβιομηχάνισης της χώρας με τη νέα βιομηχανική ζώνη να εγκαθίσταται μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Σαν. Είναι μια περιοχή 25.000 τετρ. μιλίων, που εκτείνεται από τα νότια της Βαρσοβίας μέχρι τα σύνορα της Σλοβακίας και απέχει εξίσου τόσο από τα γερμανικά όσο και από τα σοβιετικά σύνορα. Το αρχικό αυτό πλεονέκτημα εξανεμίζεται όταν η Γερμανία προσαρτά Βοημία και Μοραβία. Το μέσο βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει, η ανεργία μειώνεται σημαντικά και το πλεόνασμα των εργατικών χειρών της υπαίθρου απορροφάται από τις βιομηχανίες. Ως αποτέλεσμα επέρχεται η δημογραφική αύξηση και το 1939 η χώρα έχει πληθυσμό 35 περίπου εκατομμύρια. Ωστόσο, η μόνη επάρκεια που έχει η Πολωνία είναι σε είδη διατροφής.
Οι πολιτικές εξελίξεις, όμως, υπερκαλύπτουν την Πολωνική ανάπτυξη. Στις 23 Αυγούστου 1939 υπογράφεται το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Γερμανίας – ΕΣΣΔ, γνωστό ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότωφ. Οι Πολωνοί δεν υποπτεύονται το μυστικό πρωτόκολλο που ακολουθεί το Σύμφωνο αυτό και που δεν είναι άλλο από τον μελλοντικό διαμελισμό της χώρας τους μεταξύ Χιτλερικής Γερμανίας και ΕΣΣΔ.
Στις αρχές του 1939 εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις των χιτλερικών προθέσεων: Ο Χίτλερ, στην επέτειο ανάληψης της εξουσίας (Ιανουάριος 1933) για το 1939 αναφέρεται στον λόγο του και στο Σύμφωνο μη επίθεσης του 1934, αλλά μόνο για να πει ότι οι Πολωνοί καταπιέζουν τους γερμανικούς πληθυσμούς στη χώρα τους και η Γερμανία διαμαρτύρεται έντονα γι’ αυτό. Είναι ο πρόλογος των γερμανικών απαιτήσεων: Ύστερα από σύντομο διάστημα η Γερμανία ζητά την ενσωμάτωση του Ντάντσιχ στο Ράιχ και την κατασκευή αυτοκινητόδρομου μεγάλων ταχυτήτων διαμέσου του πολωνικού τμήματος της Πομερανίας. Η Βρετανία και η Γαλλία απαντούν στις αξιώσεις αυτές με εκ νέου εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας της Πολωνίας. Στις 27 Μαρτίου 1939 ο Τσάμπερλεν κάλεσε την Κυβέρνησή του να υπογράψει συμμαχία με τους Πολωνούς, εν όψει της επικείμενης γερμανικής επίθεσης, και στις 31 Μαρτίου ανήγγειλλε από το βήμα της Βουλής των Κοινοτήτων πως, σε περίπτωση χρήσης όπλων από την Πολωνία με σκοπό την υπεράσπισή της, τότε η Αγγλία θα είχε την υποχρέωση να της παρέχει κάθε δυνατή υποστήριξη. Από την πλευρά της Γαλλίας, η εγγύηση αυτή είναι γράμμα κενό: Η Γαλλία δεν έχει καμία διάθεση για νέο Πόλεμο, ύστερα από την πληθυσμιακή αφαίμαξη που υπέστη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Βρετανία, ωστόσο, κάτι ανάλογο δεν διαφαίνεται, αν και ο Πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν φαίνεται αναποφάσιστος και προσεκτικός.
Ήδη από τα τέλη Μαΐου ο Χίτλερ έχει ζητήσει από τη στρατιωτική ηγεσία να ετοιμάσει σχέδια για την εισβολή στην Πολωνία. Τους λέγει μάλιστα: “Μην περιμένετε μια επανάληψη αυτού που έγινε στην Τσεχοσλοβακία. Αυτή τη φορά, κύριοι, θα τον έχετε τον πόλεμο…”. Στα τέλη Αυγούστου οι Γερμανικές δυνάμεις είναι έτοιμες για εισβολή στο Πολωνικό έδαφος. Ο Χίτλερ διστάζει για λίγες μόνον ημέρες, αναζητώντας τρόπο να αποφύγει την επέμβαση των Βρετανών – είναι απόλυτα βέβαιος για την αδράνεια των Γάλλων. Ο Βρετανός πρεσβευτής Χέντερσον γράφει σχετικά: “Είμαι βέβαιος, από όσα έβλεπα στο Βερολίνο, ότι ο Χίτλερ είχε διατάξει την εισβολή στην Πολωνία τη νύχτα της 25ης προς 26η Αυγούστου, διαφορετικά δεν μπορώ να εξηγήσω όσα συνέβαιναν στη Γερμανία: Οι άδειες των στρατιωτικών είχαν ανακληθεί, τα αεροδρόμια είχαν κλείσει, οι εσωτερικές πτήσεις δεν γίνονταν, τα τρόφιμα είχε προβλεφθεί να μοιράζονται με δελτίο…”. Διαβλέποντας την αναποφασιστικότητα του Τσάμπερλεν αποφασίζει την εισβολή. Αναζητεί πλέον την αφορμή.
Ο Δυτικοί υπολογίζουν ότι, με βάση τον πληθυσμό της, η Πολωνία έχει περίπου 80 συγκροτημένες μεραρχίες στην ξηρά. Υπολογίζουν, επίσης, ότι διαθέτει περίπου 450 αεροσκάφη. Δυστυχώς γι’ αυτούς (και τους Πολωνούς) η χώρα διαθέτει περίπου τις μισές μεραρχίες συγκροτημένες, μόνο μία μηχανοκίνητη ταξιαρχία, πολλές ταξιαρχίες ιππικού, 450 αεροσκάφη, από τα οποία λίγα μπορούν να θεωρούνται σύγχρονα, αν και διαθέτει άριστα εκπαιδευμένους πιλότους: Θα το αποδείξουν διαφεύγοντας από την κατακτημένη χώρα τους και συμμετέχοντας στη Μάχη της Αγγλίας. Υπάρχουν, επίσης, περίπου 100 παλαιού τύπου θωρακισμένα, 500 αντιαεροπορικά πυροβόλα, αντί των προβλεπόμενων 2000 και το πυροβολικό, μολονότι αξιόλογο, είναι εξ ολοκλήρου ιππήλατο, αν και διαθέτει το εξαίρετο αντιαρματικό “Bofors” των 37 mm, το οποίο θα επιφέρει σημαντικές φθορές στις γερμανικές θωρακισμένες μονάδες. Το δίκτυο διαβιβάσεων είναι υποτυπώδες, οι εφεδρείες ανεπαρκείς, δεν υπάρχει εκ των προτέρων συγκροτημένο σχέδιο αντιμετώπισης ενδεχόμενης Γερμανικής εισβολής. Ο Πολωνικός στρατός παραμένει στα πρότυπα του Πρώτου Πολέμου και μετά την “αψιμαχία” του Γκλάιβιτς υπολογίζει ότι θα χρειαστούν 15 ημέρες στους Γερμανούς για να συγκεντρώσουν τα στρατεύματά τους. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι έχουν ένα στρατό “αγροτικό” (το πεζικό μετακινείται με τα πόδια ή με κάρα), ευκίνητο, προσαρμοσμένο στις εδαφικές συνθήκες της χώρας. Επιπλέον, η ελλιπής συγκρότηση των πολωνικών δυνάμεων οφείλεται και σε έναν ακόμη λόγο: Θέλουν να αποφύγουν να δώσουν αφορμή στη γερμανική επιθετικότητα.
Το Πολωνικό Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει δυνάμεις ακόμη πιο ανεπαρκείς από το Γερμανικό: Διαθέτει μερικά αντιτορπιλικά, μερικά υποβρύχια και ορισμένα σκάφη υποστήριξης.
Αφορμή για εισβολή δεν υπάρχει και οι Ναζί αποφασίζουν να τη δημιουργήσουν, σύμφωνα με το σχέδιό τους (Operation Himmler). Τη νύκτα της 31 Αυγούστου του 1939, άνδρες της SS παίρνουν 150 κρατούμενους από το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, τους μεταφέρουν στον συνοριακό σταθμό διαβιβάσεων του Γκλάιβιτς και τους ντύνουν με πολωνικές στολές. Αμέσως μετά τους υποχρεώνουν να καταπιούν δηλητήριο, πυροβολούν τα πτώματα, προξενούν μικρές καταστροφές στον σταθμό, ώστε να φαίνεται ότι δέχτηκε επίθεση. Το πρώτο θύμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που μόλις θα ξεκινούσε, ήταν ο Γερμανός Franciszek Honiok, ένας 43χρονος αγρότης της Σιλεσίας, τον οποίο πράκτορες των SS συνέλαβαν στις 30 Αυγούστου. Στον ασύρματο του σταθμού ένας άνδρας των SS ουρλιάζει στα Πολωνικά ότι τα στρατεύματα της Πολωνίας πρόκειται να εισβάλουν στη Γερμανία. Ο διοικητής του σταθμού συνταγματάρχης Στάινμετς αρχικά δοκιμάζει να αντισταθεί στην απάτη, αλλά οι SS του απαντούν με ένα “Fuhrerbefehl!” (διαταγή του Φύρερ). Μετά τη λήψη και σχετικών φωτογραφιών, οι SS αποχωρούν.
Με αυτό τον τρόπο ο Χίτλερ μπορεί πλέον να αναγγείλει επίσημα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, στο Ράιχσταγκ ότι οι Πολωνοί προσπάθησαν την προηγούμενη να εισβάλουν στο Γερμανικό έδαφος και ότι η Βέρμαχτ ανταποδίδει τα πυρά που δέχτηκε στις 4:45 το πρωί. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Ο Χίτλερ έχει διατάξει την επίθεση κατά της Πολωνίας από τις 31 Αυγούστου. Η Βέρμαχτ, με βάση λεπτομερές σχέδιο που κατάρτισαν ο Βάλτερ φον Μπράουχιτς και το Επιτελείο του, με το κωδικό όνομα Fall Weiss (λευκό σχέδιο), επιτίθεται από ξηράς, θαλάσσης και αέρος στην Πολωνία. Είναι 1 Σεπτεμβρίου 1939 και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αρχίζει στην Ευρώπη.