Τρίτη, 7 Μαΐου, 2024
ΑρχικήPRESS ! ONX-FilesΠώς τα νησιά του Αιγαίου ξανάγιναν ελληνικά και οι ενέργειες του Βενιζέλου

Πώς τα νησιά του Αιγαίου ξανάγιναν ελληνικά και οι ενέργειες του Βενιζέλου

Την 1η Φεβρουαρίου 1914 (με το παλιό ημερολόγιο) επιδίδεται στην ελληνική κυβέρνηση η διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά του Αιγαίου και την Ήπειρο, βάσει της οποίας παραχωρούνται στην Ελλάδα τα κατεχόμενα από την Τουρκία νησιά του Αιγαίου, εκτός Ίμβρου, Τενέδου και Καστελόριζου.

Ενώ στρατιωτικά, στους Βαλκανικούς Πολέμους, η απελευθέρωση των νησιών ήταν εύκολη υπόθεση, λόγω έλλειψης σοβαρής αμυντικής θωράκισης εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και λόγω της υπεροχής του ελληνικού πολεμικού ναυτικού (πρόσκτηση θωρηκτού «Αβέρωφ» ), δεν συνέβη το ίδιο με τη νομική κατοχύρωση (de jure) της ελληνικής κυριαρχίας, που de facto επιβλήθηκε με τα ελληνικά όπλα.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1908 πολιτικά κυριαρχούσε το κίνημα «Ένωση και Πρόοδος» (İttihat ve Terakkı Cemiyeti), γνωστό και ως κίνημα των Νεότουρκων, το οποίο ανάγκασε το 1908 το Σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ να θέσει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1876. Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων το 1913, το Κομιτάτο ανέλαβε πλήρως την εξουσία και πέτυχε την ανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης, μετά τη ήττα της Βουλγαρίας στον Β’ Βαλκανικό. Παράλληλα προσκάλεσε γερμανική στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς για την αναδιοργάνωση του στρατού και παρήγγειλε σε αγγλικά ναυπηγεία το τελειότερο θωρηκτό της εποχής, το «Sultan Osman» μαζί με το θωρηκτό «Resadiye». Στόχος ήταν η ανακατάληψη των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, τα οποία έκριναν ως απαραίτητα για την άμυνα των Στενών και της Μικράς Ασίας .

Τουρκική κωλυσιεργία

Κατά τη σύναψη της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913), με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνήθηκε να συζητήσει το θέμα των νησιών και τελικά, με τη σύμφωνη γνώμη των συμβαλλόμενων μερών, ανέθεσαν στις Μεγάλες Δυνάμεις να αποφασίσουν για το καθεστώς τους, πλην της Κρήτης και του Αγίου Όρους. Φάνηκε όμως η πρόθεση των Μεγάλων Δυνάμεων να συνδέσουν το θέμα με το βορειοηπειρωτικό (ήτοι τη δημιουργία αλβανικού κράτους).

 

Η άρνηση της Τουρκίας να συζητήσει το θέμα συνεχίστηκε και κατά τη σύναψη της Συνθήκης των Αθηνών (Νοέμβριος 1913 ), με την οποία τερματίστηκε η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ελλάδας. Άλλα ούτε και στις ξεχωριστές συνθήκες των βαλκανικών κρατών με την Υψηλή Πύλη τέθηκε το θέμα των νησιών. Ήταν πασιφανές ότι η τουρκική πλευρά προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο και να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που θα επέτρεπαν την ανακατάληψή τους ενώ παράλληλα προετοίμαζε το σχέδιο εκδίωξης των χριστιανικών πληθυσμών από τα εδάφη της με στόχο να πετύχει την εθνική ομοιογένεια .

Διπλωματικές ενέργειες

Στην Αθήνα ήταν έκδηλη η ανησυχία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος παράλληλα με την ένταξη των απελευθερωθέντων εδαφών στον εθνικό κορμό (αυξήθηκε το έδαφος κατά 93% και ο πληθυσμός κατά 77% ) και την επίλυση των θεμάτων που ανέκυψαν (απαλλοτρίωση τσιφλικιών κλπ.) επειγόταν να κλείσει το νησιωτικό, λόγω της επικείμενης απώλειας της ναυτικής υπεροχής στο Αιγαίο.

Νησιά αντί βόρειας Ηπείρου

Ο πρωθυπουργός προτιμούσε τις προσωπικές επαφές για τη διευθέτηση των προβλημάτων και για τούτο ξεκίνησε περιοδεία σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Βιέννη, Αγία Πετρούπολη, Βελιγράδι και Βουκουρέστι, με στόχο την προμήθεια πολεμικών σκαφών από την Αγγλία και την πραγματοποίηση ναυτικής επίδειξης στο Αιγαίο από τους Στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων σε συνεργασία με το ελληνικό. Έτσι ώστε να αναγκαστούν οι Τούρκοι να συμβάλουν στην επίλυση του θέματος των νησιών του Αιγαίου. Τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά, διότι ούτε υπήρχαν πλοία άμεσα διαθέσιμα και ούτε ήταν διατιθέμενες οι Μεγάλες Δυνάμεις να διακινδυνέψουν τα εμπορικά τους συμφέροντα με το κλείσιμο των Στενών.

 

Με τη λήξη της περιοδείας του Βενιζέλου, τον Φεβρουάριο του 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις γνωστοποίησαν σε Κωνσταντινούπολη και Αθήνα την απόφαση τους για τα νησιά: «Όλα τα καταληφθέντα νησιά παραχωρούνται στην Ελλάδα πλην Ίμβρου, Τενέδου και Καστελόριζου, με την προϋπόθεση της εκκένωσης της Βορείου Ηπείρου και του νησιού Σάσων». Η Βόρειος Ήπειρος το 1913 είχε καταληφθεί από την Ελλάδα και πλέον εκβιαζόμενη, αναγκαζόταν να την εγκαταλείψει, προκειμένου να δημιουργηθεί αλβανικό κράτος που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας…

Όπως ήταν αναμενόμενο η τουρκική πλευρά δεν αποδέχθηκε την απόφαση σε αντίθεση με την ελληνική πλευρά και στην προσπάθεια της να κερδίσει χρόνο ο πρωθυπουργός Σαΐντ Χαλίμ Πασά, στις αρχές Μαρτίου 1914, πρότεινε την ανταλλαγή της Χίου και της Λέσβου με τα νησιά Ψαρά, Ικαρία, Λεβίδα, Αστυπάλαια, Κάρπαθο, Κάσο και Σάμο. Η τελευταία είχε κερδίσει μόνη της την αυτονομία και τα Δωδεκάνησα κατέχονταν από την Ιταλία, η οποία αρνιόταν να τα παραχωρήσει. Ο Βενιζέλος απέρριψε την απαράδεκτη πρόταση και αντιπρότεινε «η ελληνική κυριαρχία στα νησιά να μην αμφισβητηθεί και να παραμείνουν Οθωμανοί επίτροποι αντί πρόξενοι», όπως ήταν φυσικό απορρίφτηκε από τη κυβέρνηση των Νεότουρκων.

Τον Απρίλιο του 1914, κατόπιν παράκλησης του Βενιζέλου η Ρουμανία ανέλαβε πρωτοβουλία για επίλυση του θέματος. Ο Βενιζέλος ζήτησε από την τουρκική πλευρά να προτείνει νησιά ίσης έκτασης, πληθυσμού και εισοδημάτων με τη Χίο και Λέσβο και θα προσπαθούσε να περάσει η ανταλλαγή από το υπουργικό συμβούλιο. Ευτυχώς η πρόταση από την Κωνσταντινούπολη δεν έφθασε ποτέ και η προσπάθεια του Ρουμάνου στρατηγού Κοάντα απέτυχε. Είναι άξιο διερεύνησης με πόση ευκολία οι κυβερνώντες και εν προκειμένω ο επιτυχημένος πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος προτείνουν ανταλλαγές εδαφών και πληθυσμών. Μόνη εξήγηση για τον Εθνάρχη Βενιζέλο είναι ότι πιθανόν είχε πληροφόρηση για τον επικείμενο πόλεμο και ήθελε να ευρεθεί η Ελλάδα με λυμένα τα προβλήματα, προκειμένου να ταχθεί στο πλευρό εκείνο που θα τη βοηθούσε να εκπληρώσει τη Μεγάλη Ιδέα…

Γερμανική πρωτοβουλία και εκδιωγμοί

Την ίδια περίοδο με την ευκαιρία της διαμονής του Κάιζερ και του Γερμανού καγκελάριου στην Κέρκυρα ξεκίνησε η γερμανική πρωτοβουλία για την επίλυση του νησιωτικού θέματος. Στο νησί βρέθηκαν και οι Γερμανοί πρέσβεις σε Αθήνα και Κωνσταντινούπολη καθώς και η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας. Η Γερμανία, έχοντας καταστρώσει τα επεκτατικά της σχέδια θέλησε να μεσολαβήσει με την προοπτική να εντάξει και τις δύο χώρες στη συμμαχία της. Ο Κάιζερ πρότεινε «την αναγνώριση της οθωμανικής επικυριαρχίας» και ο Βενιζέλος υποσχέθηκε να πείσει το υπουργικό συμβούλιο και τη κοινή γνώμη, με την προϋπόθεση να υπογραφεί μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αμυντική συνθήκη συμμαχίας διάρκειας 5, 10 ή 15 χρόνων, με την οποία θα εγγυόταν οι δύο χώρες τα εδάφη τους στη Βαλκανική.

Η Γερμανία δεν κατάφερε να πείσει την τουρκική κυβέρνηση για την πρόταση, εξάλλου νέα δεδομένα προέκυψαν που χειροτέρεψαν τις σχέσεις των δύο χωρών. Οι Νεότουρκοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους (πολλοί ιστορικοί αναφέρουν ότι εμπνευστής ήταν ο Λίμαν φον Σάντερς ) για εκδίωξη των Ελλήνων αρχικά από την Ανατολική Θράκη και στη συνέχεια από Στενά, Σμύρνη, Αϊβαλή, Αδραμύττιο κλπ

Οι πρόσφυγες συνωστιζόταν στα νησιά του Αιγαίου και στα αστικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας και αποτέλεσαν ακόμη ένα πρόβλημα για την ελληνική κυβέρνηση, η οποία, πλέον των αναγκών στέγασης και διατροφής, «φαινόταν ανίκανη» να τους προστατέψει από τη μανία των Τούρκων. Ο αριθμός των εκτοπισθέντων από την Ανατολική Θράκη και τη Δυτική Μικρά Ασία κατά το λεγόμενο πρώτο διωγμό, σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές ανέρχεται σε 140.000. Σύμφωνα με έκθεση του Άγγλου προξένου Σμύρνης από τη δυτική Μικρά Ασία εκδιώχθηκαν 134.000 Ελληνες και αν προστεθούν και οι περίπου 70.000 της ανατολικής Θράκης υπερβαίνουμε τις 200.000.

Στα τέλη Μαΐου του 1914 ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα πρότεινε την ανταλλαγή των μουσουλμάνων της Μακεδονίας με τους χριστιανούς της περιοχής της Σμύρνης. Η ελληνική πλευρά δέχθηκε την ανταλλαγή των μουσουλμάνων της Θράκης με μέρος των χριστιανών της Σμύρνης. Δημιουργήθηκαν επιτροπές στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε έντονα και κήρυξε το Γένος υπό διωγμό, ο δε Νομάρχης της Σμύρνης εξόρισε τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο στην Πόλη. Πού να το φανταζόταν ο μάρτυρας Χρυσόστομος ότι μετά από μερικά χρόνια θα ζούσε ο ελληνισμός το πιο βίαιο διωγμό και ο ίδιος θα «σερνόταν» ημιθανής από τους βασιβουζούκους στους δρόμους της Σμύρνης, εν έτει 1922…

Μυστική διπλωματία

Τελευταία διέξοδος για το Βενιζέλο ήταν η μυστική διπλωματία και προς τούτο έστειλε τον ανταποκριτή στην Αθήνα της «Daily Telegraph», Τζόζεφ Ντίλον στη Σμύρνη και συναντήθηκε, τέλη Ιουνίου 1914, με το υπουργό Εσωτερικών Ταλάτ Πασά. Η πρόταση περιλάμβανε αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας, υπογραφή συνθήκης εγγύησης του status quo της κάθε χώρας και ανταλλαγή πληθυσμών στο μέλλο.

Αφού γύρισε ο Ντίλον στην Αθήνα, η ελληνική κυβέρνηση προετοίμασε το σχέδιο της πρότασης με βάση το οποίο Λέσβος, Χίος και Σάμος θα αποτελούσαν μια Γενική Διοίκηση στην οποία η Ελλάδα θα είχε την εσωτερική ευθύνη και ο διοικητής θα διοριζόταν από το Σουλτάνο και το Βασιλέα. Η αμυντική συνθήκη θα στρεφόταν κατά της Βουλγαρίας. Η πρόταση επιδόθηκε από το Ντίλον στις 12 Ιουλίου 1914 στην Κωνσταντινούπολη και η οθωμανική κυβέρνηση, όπως ήταν αναμενόμενο, την απέρριψε. Συμφωνήθηκε όμως συνάντηση των δύο πρωθυπουργών στις Βρυξέλλες .

Ο Βενιζέλος ξεκίνησε για τις Βρυξέλλες και μετά από λίγο ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τότε αναγκάστηκε να επιστέψει στην Αθήνα. Τα δεδομένα άλλαξαν, άρχισαν να διαμορφώνονται τα αντίπαλα στρατόπεδα και οι Νεότουρκοι περίμεναν με ανυπομονησία τα νέα θωρηκτά.

Στις αρχές Αυγούστου 1914, ο τότε Άγγλος υπουργός ναυτικών Ουίνστον Τσόρτσιλ κατάσχεσε τα δύο τούρκικα θωρηκτά. Όμως πριν μερικές ημέρες στα τέλη του Ιουλίου δύο γερμανικά καταδρομικά τα «Γκεμπέν» και «Μπρεσλάου», κυνηγημένα από τον αγγλικό στόλο, έφθασαν στα ελληνικά χωρικά ύδατα και με την έγκριση του Βενιζέλου πραγματοποιήθηκε η ανθράκευση τους στο νησί Δονάση της Νάξου. Στη συνέχεια κατόρθωσαν στις 29 Ιουλίου να εισέλθουν στα Στενά, την επόμενη δε ημέρα πουλήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετονομάστηκαν σε «Yavuz Sulatan Selim» και σε «Midilli».

Επίλογος

Από την έναρξη του πολέμου οι δύο συμμαχίες με φανερή και μυστική διπλωματία, με εκβιασμούς για τα εκκρεμή ζητήματα και με αβέβαιες υποσχέσεις για αποσχίσεις εδαφών που κερδήθηκαν με αίμα, προσπάθησαν να πάρουν με το μέρος τους τα βαλκανικά κράτη. Κυρίαρχο πάντα ζήτημα ήταν η εξυπηρέτηση των δικών τους πολεμικών στόχων .

Δυστυχώς η Ελλάδα μας οδηγήθηκε μέσα από τον εθνικό διχασμό (πολιτικό, κοινωνικό και εδαφικό) στη Μικρασιατική περιπέτεια και την εθνική καταστροφή και από νικήτρια τον Οκτώβριο του 1918 βρέθηκε στη Λωζάνη τον Ιούλιο του 1923 στο «εδώλιο» του ηττημένου.

Μόλις άρχισε η συζήτηση του θέματος των νησιών του βορειοανατολικού ο Ισμέτ Ινονού Πασάς επέμεινε στις ίδιες θέσεις των Νεότουρκων του 1914, ευτυχώς οι Μεγάλες Δυνάμεις επέμειναν στην απόφαση τους του Φεβρουαρίου και δια στόματος του πρόεδρου της διάσκεψης και υπουργού εξωτερικών της Αγγλίας λόρδου Κώρζον, αναγνώρισαν «την ελληνική κυριαρχία στα νησιά πλην Ίμβρου και Τενέδου, που de facto είχε επιβληθεί δια των ελληνικών όπλων το 1912…

 

Μάθετε πρώτοι τα τελευταία νέα
Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Τελευταία Νέα

Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις μας